Η πλειονότητα των παλαιών κτιρίων στην Ελλάδα, έχει μελετηθεί και σχεδιαστεί με βάση παλαιότερες εκδόσεις του αντισεισμικού κανονισμού που διαφέρουν σημαντικά από τον σύγχρονο, αναθεωρημένο κανονισμό, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των υφιστάμενων κατασκευών να μην έχει σχεδιαστεί ώστε να ανταποκρίνεται στις σημερινές απαιτήσεις. Επιπλέον, η φυσική γήρανση των υλικών, η έντονη σεισμική δραστηριότητα των τελευταίων δεκαετιών και η συσσώρευση φθορών με την πάροδο του χρόνου, μπορούν να μειώσουν την αντοχή του κτιρίου.
Για αυτό, είναι σημαντική η στατική αξιολόγηση της κατασκευής και όπου χρειαστεί, η λήψη μέτρων ενίσχυσης, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ασφάλεια του κτιρίου, η μακροχρόνια ανθεκτικότητα και η αύξηση της αξίας του ακινήτου.
Ένας στατικός έλεγχος μπορεί να πραγματοποιηθεί και για προληπτικούς λόγους, όμως υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις που καθιστούν την στατική αξιολόγηση απαραίτητη και δεν πρέπει να αγνοηθούν:● Εμφανείς ρωγμές σε στοιχεία του φέροντα οργανισμού (υποστηλώματα, δοκούς, κλπ).● Αποκόλληση ή θρυμματισμός σκυροδέματος.● Ορατός, διαβρωμένος οπλισμός (σκουριασμένα σίδερα που έχουν έρθει στην επιφάνεια).
Τα παραπάνω σημάδια, συχνά υποδηλώνουν φθορά ή μειωμένη ασφάλεια του κτιρίου.
Συνιστάται επίσης έλεγχος της φέρουσας ικανότητας, πριν από βαριές εργασίες ανακαίνισης.
Τόσο τα διατηρητέα κτίρια, όσο και τα κτίρια που έχουν χαρακτηριστεί ως μνημεία, αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς βάσει νόμου, οι επεμβάσεις που θα πραγματοποιηθούν, πρέπει να μην αλλοιώνουν τον αρχιτεκτονικό τους χαρακτήρα.Η επιλογή των κατάλληλων μεθόδων αποκατάστασης, που θα εξασφαλίσουν την στατική ενίσχυση και ταυτόχρονα, την διατήρηση της αρχιτεκτονικής ταυτότητας ένος τέτοιου κτιρίου, είναι μία διαδικασία που πέρα από εξειδικευμένες γνώσεις, απαιτεί και πολυετή εμπειρία πάνω στον τομέα.
Δείτε εδώ τις ολοκληρωμένες μελέτες αποκατάστασης διατηρητέων κτιρίων.